- χρυσοδένω
- [хрисодэно] р. обрамлять золотом, вставлять в золотую оправу,
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.
χρυσοδένω — Ν 1. συναρμόζω μέρη κοσμήματος με χρυσό 2. δένω βιβλίο και διακοσμώ το κάλυμμά του με χρυσά γράμματα … Dictionary of Greek
χρυσοδένω — χρυσόδεσα, χρυσοδέθηκα, χρυσοδεμένος 1. δένω βιβλίο και στολίζω το κάλυμμά του με χρυσά κοσμήματα και γράμματα. 2. συναρμόζω μέρη κοσμήματος με χρυσό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένω — (AM δῶ, έω Μ και δέννω) Ι. συγκρατώ κάτι τυλίγοντάς το με σκοινί, κλωστή, σύρμα κ.λπ. («τόν έδεσαν χειροπόδαρα» «δήσαντες νηλέϊ δεσμῷ» αφού τόν έδεσαν με άλυτα δεσμά) 2. δένω κάτι από σταθερό σημείο, προσδένω κάτι σε κάτι άλλο («έδεσε τ άλογο… … Dictionary of Greek
χρυσ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χρυσός (Ι) και δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση, αναφέρεται στον χρυσό ως μέταλλο (πρβλ. χρυσό διφρος, χρυσο σάνδαλος, χρυσο χόος), ότι έχει το χρώμα ή την… … Dictionary of Greek